νωθής

νωθής
νωθής, -ές (Α)
1.νωθρός, χαύνος, οκνηρός («ὥσπερ ἵππῳ μεγάλῳ μὲν καὶ γενναίῳ ὑπὸ μεγέθους δὲ νωθεστέρῳ», Πλάτ.)
2. βραδύνους, αυτός που έχει μειωμένη αντίληψη
3. αυτός που υστερεί πνευματικά
4. (για το πυρ) ήρεμος, μέτριος, πράος
5. (για την ύλη) αδρανής
6. (το ουδ. ως επίρρ.) νωθές
με ανόητο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. είναι συνθ. με α' συνθετικό το στερητ. πρόθημα νη-* και με β' συνθετικό είτε το ρ. ὠθῶ (οπότε αρχ. σημ. τού νωθής είναι «αυτός που δεν κουνιέται από τη θέση του») είτε το ρ. ὄθομαι, με αρχ. σημ. «αυτός που δεν νοιάζεται για τίποτε». Η λ. νωθής και το παράγωγο νωθρός* από την αρχική σημ. τής ακινησίας και αδράνειας χρησιμοποιήθηκαν στην ιατρική ορολογία με τη σημ. της βραδύνοιας, της μειωμένης πνευματικής αντίληψης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νωθής — sluggish masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθῆ — νωθής sluggish neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νωθής sluggish masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νωθής sluggish masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθέστερον — νωθής sluggish adverbial comp νωθής sluggish masc acc comp sg νωθής sluggish neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθεστέραις — νωθής sluggish fem dat comp pl νωθεστέρᾱͅς , νωθής sluggish fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθεστέρων — νωθής sluggish fem gen comp pl νωθής sluggish masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθεστέρως — νωθής sluggish masc acc comp pl (doric) νωθής sluggish comp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθεῖ — νωθής sluggish masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) νωθής sluggish masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθεῖς — νωθής sluggish masc/fem acc pl νωθής sluggish masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθές — νωθής sluggish masc/fem voc sg νωθής sluggish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθέστατα — νωθής sluggish adverbial superl νωθής sluggish neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”